ῥῆνιξ

ῥῆνιξ
ῥῆνιξ, ικος, ,
A = ἀρνακίς, Hp.Mul.1.58 (ap. Gal.19.135), cf. Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρήνιξ — ήνικος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥήνικες ἀρνακίδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥήν] …   Dictionary of Greek

  • ρήν — ῥῆνος, ή, Α (ποιητ. τ.) το αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥήν έχει προέλθει κατ απόσπαση από το σύνθ. πολύρρην* (< *πολύFρην), βλ. λ. ἀρήν, ἀρνός «πρόβατο». Ο τ. μαρτυρείται ουσιαστικά στην αιτ. ῥῆνα (πρβλ. και ῥᾶνα ἄρνα, Ησύχ.) και στη δοτ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”